- διαπλατύνω
- (αόρ. διεπλάτυνα) μετ. расширять (улицу, площадь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπλατύνω — διαπλατύνω, διαπλάτυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπλατύνω — (Α διαπλατύνω) [πλατύνω] διευρύνω ή προεκτείνω προς όλες τις κατευθύνσεις αρχ. διαστέλλω, διευρύνω κάτι … Dictionary of Greek
διαπλατύνω — διαπλάτυνα, διαπλατύνθηκα, διαπλατυσμένος, αυξάνω το πλάτος, διευρύνω: Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μας έχει ήδη διαπλατυνθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπλατυνθήσεται — διαπλατύνω dilate fut ind pass 3rd sg διαπλατύνω dilate fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπλατύνθη — διαπλατύνω dilate aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλατύνεται — διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg (epic) διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate pres ind mp 3rd sg διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg (epic) διαπλατύ̱νεται , διαπλατύνω dilate pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλατύνηται — διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate pres subj mp 3rd sg διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate aor subj mid 3rd sg διαπλατύ̱νηται , διαπλατύνω dilate pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλατύνας — διαπλατύ̱νᾱς , διαπλατύνω dilate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαπλατύ̱νᾱς , διαπλατύνω dilate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλατύνουσαν — διαπλατύ̱νουσαν , διαπλατύνω dilate pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) διαπλατύ̱νουσαν , διαπλατύνω dilate pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπλατύνω — (Α ἀναπλατύνομαι) εκτείνω σε πλάτος, διαπλατύνω, διευρύνω … Dictionary of Greek
διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek